- μετατικτω
- μετατίκτωμετα-τίκτωрождать после, порождать, плодить
(τὸ δυσσεβὲς ἔργον μετὰ πλείονα τίκτει Aesch.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(τὸ δυσσεβὲς ἔργον μετὰ πλείονα τίκτει Aesch.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
μετατίκτω — (Α) [τίκτω] γεννώ έπειτα ή υστερότερα («τὸ δυσσεβὲς γὰρ ἔργον μετά μὲν πλείονα τίκτει», Αισχύλ.) … Dictionary of Greek